despoil$20625$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

despoil$20625$ - translation to ελληνικό

INDISCRIMINATE TAKING OF GOODS BY FORCE
Looter; Looters; Plunder; Pillage; Pillaging; War booty; Plundering; Rapine; Looted; Plunders; Despoil; Despoiled; Despoiling; Despoils; Despoiler; Pillagers; Pillages; War loot; Ransack; Spoils of victory; War looting; Booty (loot); Ransacking
  • The plundering of the [[Frankfurter Judengasse]], 22 August 1614.
  • Duke of Alba]], 2 October 1572.

despoil      
v. λεηλατώ, απογυμνώνω, ληστεύω

Βικιπαίδεια

Looting

Looting is the act of stealing, or the taking of goods by force, typically in the midst of a military, political, or other social crisis, such as war, natural disasters (where law and civil enforcement are temporarily ineffective), or rioting. The proceeds of all these activities can be described as booty, loot, plunder, spoils, or pillage.

During modern-day armed conflicts, looting is prohibited by international law, and constitutes a war crime.